-
1 ὕπαυλος
ὕπ-αυλος, unter dem Hofe; σκηνῆς ὕπαυλος, unter dem Zelte -
2 ὕπ-αυλος
ὕπ-αυλος, unter dem Hofe; – σκηνῆς ὕπαυλος, unter dem Zelte, Soph. Ai. 783.
См. также в других словарях:
ύπαυλος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την αυλή ή στην αυλή 2. φρ. «σκηνῆς ὕπαυλον» κάτω από τη σκηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + αυλος (< αὐλή), πρβλ. ἔν αυλος, πάρ αυλος] … Dictionary of Greek